- νεροκάρδαμο
- Φυτό της οικογένειας των Σταυρανθών ή Κρουτσιφόρων (δικοτυλήδονα). Η επιστημονική του ονομασία είναι ναστούρδιο το φαρμακευτικό. Πολυετής υδροχαρής πόα που φυτρώνει σε πηγές, στις όχθες ποταμών και στα χαντάκια. Έχει βλαστό κοίλο, αρκετά πολύκλαδο, ανιόντα, που ριζοβολεί στα γόνατα της βάσης. Τα φύλλα της είναι πτεροσχιδή και έχουν το επάκριο φυλλάριο υποστρόγγυλο και πιο πλατύ από τα άλλα· τα άνθη, με τα τυπικά τέσσερα πέταλα σε σταυρό, είναι λευκά και διατεταγμένα κατά επάκριο βότρυ.
Άνθος του φυτού νεροκάρδαμο.
* * *και νεροκαρδαμάτο, το (Μ νεροκάρδαμον)κάρδαμο που φυτρώνει στα ρυάκια, γνωστό με τη λόγια ονομασία ναστούρτιο το φαρμακευτικό, είδος τού γένους ναστούρτιο.
Dictionary of Greek. 2013.